4.4.1
Logeion
Perseus analyses of γέλως:
γέλω̆ς,γέλως (laughter): masc acc pl
γέλω̆ς,γέλως (laughter): masc nom sg
γέλως (laughter): masc nom sg
LSJ entry
γέλως
γέλως
,
Aeol.
γέλος
,
ὁ
,
gen.
γέλωτος
,
Att.
γέλω
:
dat.
γέλωτι
,
Ep.
γέλω
or
γέλῳ
Od. 18.100
:
acc.
γέλωτα
,
poet.
(and
late
Prose,
Polyaen. 1.34.2
,
f.l.in
Palaeph. 30
)
γέλων
,
v.
infr.
(acc.
γέλω
is
v.l.
in
Od. 18.350
,
cf.
infr.):
gen.
pl.
γελώτων
Pl. Lg. 732c
:
dat.
γέλωσιν
Ph. 2.167
,
PGiss. 1.3.6
(ii
A.
D.)
: (
γελάω
):—
Α.
laughter
,
γέλῳ
ἔκθανον
Od. 18.100
;
γέλω
.
.
παρέχουσαι
20.8
;
ἄσβεστον
γέλω
(v.l.
γέλον)
ὦρσεν
ib.
346
;
ἄσβεστος
δʼ
ᾰρʼ
ἐνῶρτο
γέλως
.
.
θεοῖσι
Il. 1.599
;
γέλων
δʼ
ἑτάροισιν
ἔτευχε
Od. 18.350
;
γέλων
δʼ
ἔθηκε
συνδείπνοις
E. Ion 1172
;
γέλωτα
ποιεῖν,
μηχανᾶσθαι,
κινεῖν
,
X. Cyr. 2.2.11
and
14
,
Smp. 1.14
;
παρασκευάζειν
Pl. Lg. 669d
;
γέλων
ξυντιθέναι,
γέλωτα
ἄγειν
,
S. Aj. 303
,
382
;
γ.
ἔχει
τινά
Od. 8.344
;
γ.
ἂν
γίγνοιτο
Pl. Plt. 295e
;
γέλωτος
καταρραγέντος
Ath. 5.211c
(so
in
Act.
,
πολλοὺς
κατέρρηξεν
ἡμῶν
γέλωτας
Hippoloch.ib.
130c
);
κατασχεῖν
γέλωτα
X. Cyr. 2.2.5
,
etc.;
οὐ
γέλωτα
δεῖ
σʼ
ὀφλεῖν
E. Med. 404
,
cf.
Ar. Fr. 898
;
ἐπὶ
γέλωτι
to
provoke
laughter
,
Hdt. 9.82
,
Ar. Ra. 405
;
γέλωτος
ἄξια
ridiculous
,
E. Heracl. 507
;
ἅμα
or
σὺν
γέλωτι
,
Pl. Lg. 789d
,
X. An. 1.2.18
;
μετὰ
γέλωτος
Antiph. 144.6
;
ἐν
γέλωτι
προφέρειν
in
joke
,
Plu.
2.124d;
πολὺς
γ.
loud
laughter
,
X. Cyr. 2.3.18
,
etc.
(
πλατὺς
γ.
,
which
Thom.Mag.
p.293
R.
recommends,
is
not
classical);
μέγιστος,
ἰσχυρὸς
γ.
,
Pl.
Plt.
l.c.,
R. 388c
;
Σαρδόνιος
γ.
(v.
Σαρδόνιος
)
;
Αἰάντειος
γ.
a
maniacʼs
laugh
,
Diogenian. 1.17
.
2.
metaph.
of
waves,
=
γέλασμα,
Opp. H. 4.334
.
II.
occasion
of
laughter,
food
for
laughter
,
γ.
γίγνομαί
τινι
S. OC 902
;
ταῦτʼ
οὐ
γ.
κλύειν
ἐμοῦ
;
E. Ion 528
;
γέλωτά
τινα
τίθεσθαι
Hdt. 3.29
,
7.209
;
ἀποδεῖξαι
Pl. Tht. 166a
;
εἰς
γ.
τρέπειν,
ἐμβάλλειν
,
Th. 6.35
,
D. 10.75
;
ἐν
γέλωτι
ποιεῖσθαί
τι
Luc. Hist.Conscr. 32
,
etc.;
γ.
ἔσθʼ
ὡς
χρώμεθα
τοῖς
πράγμασι
D. 4.25
;
ὅσα
γὰρ
.
.
,
πλείων
ἐστὶ
γ.
τοῦ
μηδενός
Id. 14.26
.
III.
dimple
in
the
hinder
parts,
Luc. Am. 14
.