LogeionPerseus analysis of δέδασται:
δατέομαι (divide among themselves): perf ind mid 3rd sg
LSJ entry
δᾰτέομαι
δατέομαι Il. 18.264,
etc., irreg. inf. δατέασθαι (v.l. -έεσθαι) Hes. Op. 767:
fut. δάσομαι (
κατα- Il. 22.354 (tm.): aor. ἐδασάμην, δασσάμην Od. 14.208,
Il. 1.368,
etc.; Ion. δασάσκετο 9.333 (
δια-, tm.): pf. δέδασμαι Diog.Apoll. 3,
Q.S. 2.57 in pass. sense (v. infr. II): aor. inf. δασθῆναι, Hsch.:—
A. divide among themselves, ὅτε κεν δατεώμεθα ληΐδʼ Ἀχαιοί Il. 9.138;
τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν 1.368;
ἄνδιχα πάντα δάσασθαι 18.511,
cf. Od. 2.335,
etc.; χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι Pi. O. 7.55;
μένος Ἄρηος δατέονται they share, i.e. are alike filled with, the fury of Ares, Il. 18.264:
freq. of banqueters, κρέα πολλὰ δατεῦντο Od. 1.112;
μοίρας δασσάμενοι δαίνυντʼ 3.66;
ὑπέστην Ἕκτορα . . δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι tear in pieces, Il. 23.21,
cf. Od. 18.87,
E. Tr. 450.
II. in act. sense, simply, divide, τρεῖς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν having divided into. ., Hdt. 7.121;
divide or give to others, τῶν θεῶν τῷ ταχίστῳ . . τῶν θνητῶν τὸ τάχιστον δατέονται Id. 1.216;
τοῖς παισὶ τὰ χρήματα Democr. 279;
μεῖον, πλέον δ. X. Cyr. 4.2.43,
Oec. 7.24;
τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND 27:
pf. in pass. sense, to be divided, distributed, Il. 1.125,
15.189,
Hdt. 2.84,
Diog.Apoll. l.c., E. HF 1329.—
Ep. and Ion.,
also Cret., Leg.Gort. 4.28,
al., and Arc.,
IG 5(2).262
(Mantinea, v B.C.);
rare in Trag., never in correct Att. Prose, exc. Lys. Fr. 7S. (Cf. δαίω (B).)