LogeionPerseus analysis of θυμός:
θῡμός,θυμός (soul, spirit): masc nom sg
LSJ entry
θῡμός
θυμός,
ὁ,
I. in physical sense, breath, life,
θ. ἀπηύρα, ἀφελέσθαι, ἐξαίνυσθαι, ὀλέσαι,
freq. in Hom.,
Il. 6.17,
5.852,
155,
1.205:
c. dupl. acc., ἄμφω θ. ἀπηύρα 6.17;
ἐπεί κε . . ῥεθέων ἐκ θ. ἕληται 22.68;
λίπε δʼ ὀστέα θ.
12.386;
ἀπὸ δʼ ἔπτατο θ.
Od. 10.163;
ὀλίγος δʼ ἔτι θ. ἐνῆεν Il. 1.593;
μόγις δʼ ἐσαγείρετο θυμόν 21.417;
ἄψορρόν οἱ θ. ἐνὶ στήθεσσιν ἀγέρθη 4.152;
θυμοῦ καὶ ψυχῆς κεκαδών 11.334;
of animals, 3.294,
12.150,
etc.: less freq. in Trag., A. Ag. 1388,
E. Ba. 620 (troch.). 1. desire or inclination,
esp. desire for meat and drink, appetite,
πιέειν ὅτε θ. ἀνώγοι Il. 4.263;
πλησάμενος . . θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 17.603:
generally, τά με θ. ἐνὶ στήθεσσι κελεύει Il. 7.68;
βαλέειν δέ ἑ ἵετο θ.
8.301;
αἲ γάρ με μένος καὶ θ. ἀνείη 22.346;
θ. ἐποτρύνῃ [τινά]
Od. 9.139;
θ. ἐπέσσυταί τινι, ἐφορμᾶται,
Il. 1.173,
13.73;
ἤθελε θυμῷ he wished in his heart or with all his heart,
16.255,
21.65;
ἵετο θυμῷ 2.589;
so later θυμῷ βουλόμενοι wishing with all their heart,
Hdt. 5.49; [
ὄσσα ϝ] οι θ. κε θέλῃ γένεσθαι Sapph. Supp. 1.3;
θυμὸς ὥρμα Pi. O. 3.25,
cf. 38;
θυμὸς ἡδονὴν φέρει S. El. 286;
ὧν ἐρᾷ θυμός Herod. 7.61;
τῶν σφι θ. ἦν μάλιστα Hdt. 1.1;
ἄλλως σφι θ. ἐγένετο θεήσασθαι τὸν πόλεμον Id. 8.116,
etc.: with Verb omitted, σὲ γάρ μοι θῦμος ὔμνην Alc. 5;
ἄρχʼ αὐτὸς ὥς σοι θ.
S. El. 1319;
ὅπου ὑμῖν θ.
X. Cyr. 3.1.37;
βῆξαι θυμός ἐγγίνεται Hp. Prog. 8.
2. mind, temper, will,
θ. πρόφρων, ἵλαος,
Il. 8.39,
9.639;
θ. ὑπερφίαλος καὶ ἀπηνής, νηλέα θ. ἔχοντας, σιδήρεος θ.,
15.94,
19.229,
Od. 5.191;
ἕνα θ. ἔχειν to be of one mind,
Il. 15.710,
etc.; οὐδὲ λύκοι τε καὶ ἄρνες ὁμόφρονα θ. ἔχουσιν 22.263;
ἕτερος δέ με θ. ἔρυκε Od. 9.302;
ἐμὸν θ. ἔπειθεν ib.33;
θωπείας κολακικάς, αἳ . . τοὺς θ. ποιοῦσιν κηρίνους Pl. Lg. 633d.
3. spirit, courage,
μένος καὶ θ.
Il. 20.174;
θ. ἐνὶ στήθεσσι λαβεῖν Od. 10.461;
πᾶσιν δὲ παραὶ ποσὶ κάππεσε θ.
Il. 15.280;
ψῦχρος ἔγεντο θ.,
of doves, Sapph. 16;
θ. ἔχειν ἀγαθόν Hdt. 1.120;
θ. οὐκ ἀπώλεσεν S. El. 26;
ὁ θυμὸς εὐθὺς ἦν Ἀμυνίας Ar. Eq. 570;
ἴωμεν ῥώμῃ καὶ θυμῷ ἐπί . .
X. Cyr. 4.2.21;
φρονήματός τε καὶ θυμοῦ ἐμπίπλασθαι Pl. R. 411c:
so in Philos., opp. λόγος, ἐπιθυμία,
ib.440b,
al., cf. Arist. Pol. 1328a7,
1327b24,
Phld. Mus.p.26K., etc.; personified, Passion, Emotion,
opp. Λογισμός,
Cleanth.Stoic. 1.129.
4. the seat of anger,
χωόμενον κατὰ θυμόν Il. 1.429;
νεμεσιζέσθω ἐνὶ θυμῷ 17.254;
θυμὸν ἐχώσατο 16.616,
etc.: hence, anger, wrath,
δάμασον θυμόν 9.496;
εἴξας ᾧ θυμῷ ib.598;
θυμὸς μέγας ἐστὶ . . βασιλήων 2.196;
θ. ὀξύς S. OC 1193;
θ. κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων E. Med. 1079,
etc.; θυμῷ f.l. for θυμοῦ in S. Ant. 718;
οἱ τῷ θ. πραχθέντες φόνοι Pl. Lg. 867b;
opp. λογισμός,
Th. 2.11,
etc.; ἐπανάγειν τὸν θ.
Hdt. 7.160;
ἐκτείνειν And. 3.31;
καταθέσθαι Ar. V. 567;
δακεῖν Id. Nu. 1369;
θυμῷ χρᾶσθαι Hdt. 1.137,
al.; ὀργῆς καὶ θυμοῦ μεστοί Isoc. 12.81 (so τὴν ὀργὴν καὶ τὸν θ.,
i.e. the outward manifestation of ὀ.,
Phld. Ir.p.90W.); of horses, X. Eq. 9.2:
pl. (not earlier than Pl.,
f.l. in S. Aj. 718 (lyr.)), fits of anger, passions,
περὶ φόβων τε καὶ θυμῶν Pl. Phlb. 40e;
οἵ τε θ. καὶ αἱ κολάσεις Id. Prt. 323e,
cf. Arist. Rh. 1390a11.
5. the heart,
as the seat of the emotions, esp. joy or grief, χαῖρε, γήθησε δὲ θυμῷ,
Il. 14.156,
7.189;
θ. ἐνὶ στήθεσσι γεγήθει 13.494;
μιν ἄχος κραδίην καὶ θ. ἵκανεν 2.171;
ἄχνυτο θ.
14.39,
etc.; δόκησε δʼ ἄρα σφίσι θ. ὣς ἔμεν ὡς εἰ . .
they felt as glad at heart as if . . ,
Od. 10.415;
μηδʼ ὀνίαισι δάμνα . . θ.
Sapph. 1.4;
of fear, δέος ἔμπεσε θυμῷ Il. 17.625,
cf. 8.138;
of love, τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον 9.343;
ἐκ θυμοῦ στέργοισα Theoc. 17.130;
ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ my heartʼs beloved, Il. 5.243;
reversely, ἀπὸ θ. μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι wilt be alien from my heart,
1.562;
ἐκ θ. πεσέειν,
i.e. to lose thy favour, 23.595;
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσα E. Med. 8;
ἐκ θ. κλαῦσαι Philet. 11.