4.4.1
Logeion
Perseus analyses of κακόν:
κακός (bad): masc acc sg
κακός (bad): neut nom/voc/acc sg
LSJ entry
κᾰκός
κακός
,
ή
,
όν
,
A.
bad
:
I.
of
persons,
1.
of
appearance,
ugly
,
εἶδος
μὲν
ἔην
κακός
Il. 10.316
,
cf.
Paus. 8.49.3
.
2.
of
birth,
ill-born,
mean
,
γένος
ἐστὲ
διοτρεφέων
βασιλήων
.
.
,
ἐπεὶ
οὔ
κε
κακοὶ
τοιούσδε
τέκοιεν
Od. 4.64
;
Ζεὺς
δʼ
αὐτὸς
νέμει
ὄλβον
.
.
ἐσθλοῖς
ἠδὲ
κακοῖσι
6.189
;
οὐ
κακὸν
οὐδὲ
μὲν
ἐσθλόν
22.415
;
οὐδʼ
ἐὰν
.
.
φανῶ
τρίδουλος,
ἐκφανῇ
κακή
S. OT 1063
;
κακός
τʼ
ὢν
κἀκ
κακῶν
ib.
1397
.
3.
of
courage,
craven,
base
,
Il. 2.365
,
6.489
;
κακοῦ
τρέπεται
χρὼς
ἄλλυδις
ἄλλῃ
(called
δειλὸς
ἀνήρ
in
the
line
above)
13.279
;
Ἕκτωρ
σε
κ.
καὶ
ἀνάλκιδα
φήσει
8.153
,
cf.
Od. 3.375
;
κ.
καὶ
ἀνήνορα
10.301
;
οἵτινες
.
.
ἐγένοντο
ἄνδρες
κ.
ἢ
ἀγαθοὶ
ἐν
τῇ
ναυμαχίῃ
Hdt. 6.14
;
κ.
καὶ
ἄθυμος
Id. 7.11
;
οὐδαμῶν
κακίονες
ib.
104
;
κακοὺς
πρὸς
αἰχμήν
S. Ph. 1306
;
κακή
τʼ
ἐς
ἀλκὴν
καὶ
σίδηρον
εἰσορᾶν
E. Med. 264
;
οὐδενὶ
ἐπιτρέψοντας
κακῷ
εἶναι
X. An. 3.2.31
.
4.
bad
of
his
kind,
i.
e.
worthless,
sorry,
unskilled
,
ἡνίοχοι
Il. 17.487
; [
τοξότης
]
ἢ
κ.
ἢ
ἀγαθός
ib.
632
;
νομῆες
Od. 17.246
;
κ.
ἀλήτης
a
bad
beggar,
ib.
578
;
ἰατρός
A. Pr. 473
;
κυβερνήτης,
ναύτης
,
E. Supp. 880
,
Andr. 457
;
μάγειρος
Pl. Phdr. 265e
:
c.
acc.
modi,
πάντα
γὰρ
οὐ
κακός
εἰμι
I
am
not
bad
in
all
things,
Od. 8.214
;
κ.
γνώμην
S. Ph. 910
:
also
c.
dat.,
κακοὶ
γνώμαισι
Id. Aj. 964
:
c.
inf.
,
κ.
μανθάνειν
Id. OT 545
; [
νῆσος
]
φυτεύεσθαι
κακή
Trag.Adesp.
393;
cf.
11.
5.
in
moral
sense,
base,
evil
,
Od. 11.384
,
Hes. Op. 240
;
opp.
χρηστός
,
S. Ant. 520
;
ὦ
κακῶν
κάκιστε
Id. OT 334
,
Ph. 984
;
πλεῖστον
κάκιστος
Id. OC 744
;
κ.
πρός
τινας
Th. 1.86
;
εἰς
φίλους
E. Or. 424
codd.;
περὶ
τὰ
χρήματα
Pl. Clit. 407c
.
6.
wretched
,
Herod. 3.42
.
II.
of
things,
evil,
pernicious
,
freq.
in
Hom.
,
etc.,
as
δαίμων,
θάνατος,
μοῖρα,
αἶσα,
κῆρες,
νοῦσος,
ἕλκος,
φάρμακα,
ὀδύναι
,
Od. 10.64
,
Il. 3.173
,
13.602
,
1.418
,
Od. 2.316
,
Il. 1.10
,
2.723
,
22.94
,
5.766
;
χόλος,
ἔρις
,
Il. 16.206
,
Od. 3.161
;
πόλεμος,
ἔπος,
ἔργα
,
Il. 4.82
,
24.767
,
Od. 2.67
,
al.;
ἦμαρ,
ἄνεμος
,
Il. 9.251
,
Od. 5.109
;
of
omens
and
the
like,
unlucky
,
ὄρνις,
ὄναρ,
σῆμα
,
Il. 24.219
,
10.496
,
22.30
:
also
in
Trag.,
κ.
τύχη,
δαίμων,
μόρος
,
S. Tr. 328
,
A. Pers. 354
,
369
,
etc.;
of
words,
abusive,
foul
,
κ.
λόγοι
S. Ant. 259
,
cf.
Tr. 461
;
κ.
ποιμήν
,
i.e.
the
storm,
A. Ag. 657
:
Astrol.,
unlucky
,
τόποι
Heph.Astr. 1.12
;
κ.
τύχη
,
name
for
the
sixth
region,
Paul.Al.
M.
1.
B.
κακόν,
τό
,
and
κακά,
τά
,
as
Subst.
,
evil,
ill
,
δίδου
δʼ
ἀγαθόν
τε
κακόν
τε
Od. 8.63
;
ἀθάνατον
κακόν
12.118
;
ἐκ
μεγάλων
κακῶν
πεφευγέναι
Hdt. 1.65
;
so
κ.
ἄμαχον,
ἄπρηκτα
,
Pi. P. 2.76
,
I. 8(7).8
;
ἔκπαγλον,
ἄφερτον,
ἀμήχανον
,
etc.,
A. Ag. 862
,
1102
,
E. Med. 447
,
etc.;
κακὸν
ἥκει
τινί
thereʼs
trouble
in
store
for
some
one,
Ar. Ra. 552
;
δυοῖν
ἀποκρίνας
κακοῖν
the
least
of
two
evils
,
S. OT 640
,
cf.
OC 496
;
κακῶν
Ἰλιάς
,
v.
Ἰλιάς;
κακόν
τι
ῥέξαι
τινά
to
do
harm
or
ill
to
any
one,
Il. 2.195
,
etc.;
πολλὰ
κάκʼ
ἀνθρώποισιν
ἐώργει
Od. 14.289
;
κακὰ
φέρειν,
τεύχειν
τινί
,
Il. 2.304
,
Hes. Op. 265
;
κακόν
τι
(or
κακὰ
)
ποιεῖν
τινα
(v.
δράω,
ποιέω,
ἐργάζομαι
)
;
κακὸν
πάσχειν
ὑπό
τινος
to
suffer
evil
from
one,
Th. 8.48
,
etc.:
in
Trag.
freq.
repeated,
κακὰ
κακῶν,
=
τὰ
κάκιστα,
S. OC 1238
(lyr.);
εἴ
τι
πρεσβύτερον
ἔτι
κακοῦ
κακόν
Id. OT 1365
(lyr.);
δεινὰ
πρὸς
κακοῖς
κακά
Id. OC 595
,
cf.
Ant. 1281
;
δόσιν
κακὰν
κακῶν
κακοῖς
A. Pers. 1041
(lyr.).
2.
κακά,
τά
,
evil
words,
reproaches
,
πολλά
τε
καὶ
κακὰ
λέγειν
Hdt. 8.61
,
cf.
A. Th. 571
,
S. Aj. 1244
,
Ph. 382
,
etc.
3.
Philos.,
κακόν,
τό
,
Evil,
Stoic.
3.18,
al.,
Plot. 1.8.1
,
al.
4.
of
a
person,
pest,
nuisance
,
τουτὶ
παρέξει
τὸ
κ.
ἡμῖν
πράγματα
Ar. Av. 931
;
also,
comically,
ὅσον
συνείλεκται
κακὸν
ὀρνέων
what
a
devil
of
a
lot
of
birds,
ib.
294
.
C.
degrees
of
Comparison:
1.
regul.
Comp.
in
Ep.
,
κακώτερος
Od. 6.275
,
15.343
,
Theoc. 27.22
,
A.R. 3.421
,
etc.:
also
in
late
Prose,
Alciphr. 3.62
:
irreg.
κακίων,
ον
[with
ῐ
],
Od. 2.277
,
Thgn. 262
,
etc.,
with
ῑ
in
Trag.,
exc.
E. Fr. 546
(anap.);
κακῑότερος
AP 12.7
(
Strato
).
2.
Sup.
κάκιστος
Hom.
,
etc.--Cf.
also
χείρων,
χείριστος
,
and
ἥσσων,
ἥκιστος
.
D.
Adv.
κακῶς
ill
,
ἢ
εὖ
ἦε
κακῶς
Il. 2.253
,
etc.;
κακῶς
ποιεῖν
τινα
to
treat
one
ill
;
κακῶς
ποιεῖν
τι
to
hurt,
damage
a
thing;
κακῶς
ποιεῖν
τινά
τι
to
do
one
any
evil
or
harm;
κ.
πράσσειν
to
fare
ill
,
A. Pr. 266
,
etc.;
κάκιον
ἢ
πρότερον
πράττειν
And. 4.11
;
κ.
ἔχειν
Ar. Ra. 58
,
etc.;
of
illness,
Ev.Matt. 4.24
;
rarely
κακῶς
πάσχειν
A. Pr. 759
,
1041
(anap.);
χρῆν
Κανδαύλῃ
γενέσθαι
κ
.
Hdt. 1.8
;
κ.
ὄλοισθε
S. Ph. 1035
,
etc.;
with
play
on
two
senses,
ὡς
κ.
ἔχει
ἅπας
ἰατρός,
ἂν
κ.
μηδεὶς
ἔχῃ
Philem.Jun. 2
;
κ.
ἐρεῖν
τινά,
λέγειν
τὴν
πόλιν
,
Mimn. 7.4
,
Ar. Ach. 503
;
κ.
εἰδότες,
=
ἀγνοοῦντες,
X. Cyr. 2.3.13
,
Isoc. 8.32
,
cf.
Hyp. Eux. 33
;
κακῶς
ἐκπέφευγα
I
have
barely
escaped,
D. 21.126
:
Comp.
κάκιον
Hdt. 1.109
,
S. OT 428
,
And.l.c.,
Pl. Mx. 236a
,
etc.:
Sup.
κάκιστα
Ar. Ra. 1456
,
Pax 2
,
Pl. R. 420b
,
etc.
2.
Adv.
and
Adj.
freq.
coupled
in
Trag.,
Att.
,
etc.,
κακὸν
κακῶς
νιν
.
.
ἐκτρῖψαι
βίον
S. OT 248
;
κακὸς
κακῶς
ταφήσῃ
E. Tr. 446
(troch.);
ἀπό
σʼ
ὀλῶ
κακὸν
κακῶς
Ar. Pl. 65
,
cf.
Eq. 189
,
190
,
D. 32.6
,
Procop. Pers. 1.24
;
κακοὺς
κακῶς
ἀπολέσει
αὐτούς
Ev.Matt. 21.41
;
κακοὺς
κάκιστα
S. Aj. 839
;
in
reversed
order,
ὥσπερ
ἀξία
κακῶς
κακὴ
θανεῖται
E. Tr. 1055
;
with
intervening
words,
κακῶς
.
.
ἀπόλλυσθαι
κακούς
S. Ph. 1369
,
cf.
E. Cyc. 268
,
Ar. Eq. 2
.
(Perh.
cogn.
with
Avest.
kasu-
,
Comp.
kasyah-
,
Sup.
kasišta-
‘small’,
Lith.
nukašëti
‘grow
feeble,
thin’,
Germ.
hager.
)