Logeion

Perseus analyses of καρτίστοις:

  1. κάρτιστος: masc/neut dat pl
  2. κράτιστος (strongest, mightiest): masc/neut dat pl (epic)

LSJ entries


Previous Entry Next Entry

κάρτιστος 

κάρτιστος, η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, , = κερτομιστής, Hsch.
Previous Entry Next Entry

κρᾰ/τιστος 

κράτιστος, η, ον, Ep. κάρτ- (as always in Hom.), isolated Superl. from κρατύς,