4.4.1
Logeion
Perseus analyses of κραδίην:
καρδία (heart): fem acc sg (epic ionic)
κραδίας (curdled with fig-juice): masc acc sg (epic ionic)
LSJ entries
καρδία
καρδία
,
ἡ
,
Ion.
καρδίη
,
Ep.
κρᾰδίη
(
καρδίη
in
Hom.
only
in
καρδίῃ
ἄλληκτον
πολεμίζειν
ἠδὲ
μάχεσθαι
Il. 2.452
,
al.,
καρδία
always
in
Trag.,
exc.
in
some
dact.
and
anap.
verses,
A. Pr. 881
,
Th. 781
,
E. Med. 99
,
Hipp. 1274
);
Aeol.
κάρζα
EM 407.21
(but
καρδία
Sapph.
2.6);
Cypr.
κορζία
(Paph.),
Hsch.
(fort.
κόρζα
):—
A.
heart
,
ἐν
δέ
τέ
οἱ
κραδίη
μεγάλα
στέρνοισι
πατάσσει
Il. 13.282
;
κραδίη
δέ
μοι
ἔξω
στηθέων
ἐκθρῴσκει
,
of
one
panic-stricken,
10.94
;
πηδᾷ
ἡ
κ
.
Pl. Smp. 215e
,
cf.
Ar. Nu. 1391
(lyr.):
esp.
as
the
seat
of
feeling
and
passion,
as
rage
or
anger,
οἰδάνεται
κραδίη
χόλῳ
Il. 9.646
;
τέτλαθι
δή,
κραδίη
Od. 20.18
,
cf.
E. Alc. 837
;
καρδίης
πλέως
full
of
heart
,
Archil. 58.4
;
of
fear
or
courage,
κυνὸς
ὄμματʼ
ἔχων,
κραδίην
δʼ
ἐλάφοιο
Il. 1.225
; [
σφηκῶν
]
κραδίην
καὶ
θυμὸν
ἔχοντες
16.266
;
ἐν
μέν
οἱ
κραδίῃ
θάρσος
βάλε
21.547
,
etc.;
ὀρχεῖται
καρδία
φόβῳ
A. Ch. 166
;
θερμὴν
ἐπὶ
ψυχροῖσι
κ.
ἔχεις
S. Ant. 88
;
τὸν
νέον
τίνα
οἴει
κ.
ἴσχειν
;
what
do
you
think
are
his
feelings?
Pl. R. 492c
;
of
sorrow
or
joy,
ἐν
κραδίῃ
μέγα
πένθος
ἄεξε
Od. 17.489
;
κ.
καὶ
θυμὸς
ἰάνθη
4.548
;
ἄχος
κραδίην
καὶ
θυμὸν
ἵκανεν
Il. 2.171
,
cf.
10.10
,
B. 10.85
,
etc.;
καρδίην
ἰαίνεται
Archil. 36
;
κελαινόχρως
.
.
πάλλεταί
μου
κ
.
A. Supp. 785
;
ὦ
τάλαινα
κ.
ψυχή
τʼ
ἐμή
E. Or. 466
;
of
love,
Sapph.l.c.,
etc.;
ἐκ
τῆς
κ.
φιλεῖν
Ar. Nu. 86
;
φιλέειν
ἀπὸ
κ
.
Theoc. 29.4
(but
ἐρεῖν
τἀπὸ
κ
.
to
speak
freely
,
E. IA 475
);
λαλῆσαι
ἐπὶ
καρδίαν
τινός
speak
kindly
to
. . ,
LXXJd. 19.3
.
2.
inclination,
desire,
purpose
,
ἔμʼ
ὀτρύνει
κραδίη
καὶ
θυμός
Il. 10.220
;
πρόφρων
κ.
ἐν
πάντεσσι
πόνοισι
ib.
244
;
καρδίας
δʼ
ἐξίσταμαι
S. Ant. 1105
.
3.
mind
,
ὡς
ἄνοον
κραδίην
ἔχες
Il. 21.441
;
κραδίη
πόρφυρε
Od. 4.572
;
κραδίη
προτιόσσετʼ
ὄλεθρον
5.389
;
εἰ
θεάσῃ
τοῖς
τῆς
καρδίας
ὀφθαλμοῖς
Corp.Herm.
4.11,
cf.
7.2;
διαλογισμοὶ
ἀναβαίνουσι
ἐν
τῇ
κ
.
Ev.Luc. 24.38
.
II.
cardiac
orifice
of
the
stomach
,
Th. 2.49
,
Hp. Prorrh. 1.72
,
Gal.
8.338,
al.
III.
heart
in
wood,
pith
,
Thphr. HP 3.14.1
;
=
ἐντεριώνη,
ib.
1.2.6
;
ἀρτεμισίας
μονοκλώνου
καρδίας
ζ
PMag.Berol.
1.245,
cf.
PMag.
Leid.V.
13.24;
λαβὼν
βάϊν
χλωρὰν
καὶ
τῆς
κ.
κρατήσας
σχίσον
εἰς
δύο
PMag.Leid.W.
6.51.
IV.
metaph.,
κ.
θαλάσσης
depths
of
the
sea,
LXXEz. 27.4
.
V.
Κ.
Λέοντος
,
name
of
the
star
Regulus
,
Gem. 3.5
.
(I.-E.
kṛd-
,
cf.
Lat.
cor(d)-
,
Lith.
širdis
‘heart’,
etc.)
κρᾰδίας
κραδίας
,
Ion.
κραδ-ίης
,
ου
,
ὁ
, (
κράδη
)
A.
curdled
with
fig-juice
,
τυρός
Hsch.
II.
κ.
νόμος
air
played
on
the
flute
while
the
φαρμακοί
were
whipped
with
fig-branches,
Id.;
ascribed
to
Mimnermus
by
Hippon. 96
.