4.4.1
Logeion
Perseus analyses of κόμης:
κόμη (hair of the head): fem gen sg (attic epic ionic)
κόμης (comes): fem nom sg
κομάω (let the hair grow long): pres ind act 2nd sg
κομάω (let the hair grow long): imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
LSJ entries
κόμη
κόμη
,
ἡ
,
A.
hair
of
the
head
,
Il. 22.406
,
etc.:
less
freq.
in
pl.,
κὰδ
δὲ
κάρητος
οὔλας
ἧκε
κόμας
Od. 6.231
;
κόμαι
Χαρίτεσσιν
ὁμοῖαι
(i.e.
κόμαις
Χαρίτων
)
Il. 17.51
;
κόμην
κείρειν,
κείρεσθαι
(v.
κείρω
)
;
κόμην
τρέφειν
to
let
the
hair
grow
long,
Hdt. 1.82
;
κ.
φορεῖν
PGnom. 188
(ii
A.D.)
;
κόμη
διʼ
αὔρας
ἀκτένιστος
ᾄσσεται
S. OC 1261
;
καθεῖσαν
εἰς
ὤμους
κόμας
E. Ba. 695
;
κόμαι
πρόσθετοι
false
hair,
wig
,
X. Cyr. 1.3.2
,
etc.;
δοῦλος
ὢν
κόμην
ἔχεις
;
Ar. Av. 911
;
κόμης
ἀνάπλεως
unkempt
,
Plu. Cic. 30
.
2.
of
the
beard
,
Arr. Epict. 4.8.4
.
3.
gill
or
branchia
of
the
cuttlefish,
dub.
in
Arist. HA 550b18
:
pl.,
arms
or
suckers
,
Max.Tyr. 4.5
.
II.
metaph.,
foliage
of
trees,
Od. 23.195
,
Cratin. 296
,
etc.;
δόνακος
App. BC 4.28
;
of
herbs,
Dsc.
4.164.7,
Gal.
6.268;
of
corn,
ληΐου
κ.
Babr. 88.3
;
λειμώνων
κόμαι
IG
14.1389i
i
11;
esp.
=
τραγοπώγων,
Thphr. HP 7.7.1
,
Dsc.
2.143.
III.
luminous
tail
of
a
comet
,
Arist. Mete. 343a1
,
346a15
.
κόμης
κόμης
,
ητος
,
ὁ
, =
Lat.
A.
comes
,
κ.
πρώτου
βαθμοῦ
CIG
4361 (
Side
),
cf.
IG
14.1076,
Zos. 5.2
,
Cod.Just.
1.4.20,
etc.:
gen.
pl.
κομίτων
IG
3.635:—
Adj.
κομητικός
,
ή
,
όν
,
PLond. 1.113.6c
.
24
.
κομάω
κομάω
,
Ion.
κομ-έω
, (
κόμη
)
A.
let
the
hair
grow
long
,
Ἄβαντες
ὄπιθεν
κομόωντες
Il. 2.542
;
κάρη
κομόωντες
Ἀχαιοί
3.43
,
al.;
κ.
τὴν
κεφαλήν
Hdt. 4.168
;
τὰ
ὀπίσω
κ.
τῆς
κεφαλῆς
ib.
180
;
τὰ
ἐπὶ
δεξιὰ
τῶν
κεφαλέων
κ.
ib.
191
;
τὸ
γένειον
τῇ
κεφαλῇ
ὁμοίως
κ.
X. Smp. 4.28
;
ξανθοτάτοις
βοτρύχοισι
κ.
Pherecr. 189
;
ἄρσεσιν
οὐκ
ἐπέοικε
κ.
Ps.-Phoc. 212
;
Λακεδαιμόνιοι
.
.
οὐ
γὰρ
κομῶντες
πρὸ
τούτου
ἀπὸ
τούτου
κομᾶν
Hdt. 1.82
,
cf.
Arist. Rh. 1367a29
,
Philostr. VA 3.15
;
ἐλακωνομάνουν
ἅπαντες
.
.
,
ἐκόμων
Ar. Av. 1282
;
μὴ
φθονεῖθʼ
ἡμῖν
(sc.
τοῖς
ἱππεῦσι
)
κομῶσι
Id. Eq. 580
;
κομῶν
καὶ
αὐχμηρός
Arist. Rh. 1413a9
,
cf.
D.H. 6.26
;
ἔνορκον
ἂν
ποιησαίμην
μὴ
πρότερον
κομήσειν
(in
token
of
a
vow)
πρίν
. .
Pl. Phd. 89c
;
ἀνὴρ
μὲν
ἐὰν
κομᾷ,
ἀτιμία
αὐτῷ
ἐστι·
γυνὴ
δὲ
ἐὰν
κομᾷ,
δόξα
αὐτῇ
ἐστιν
1 Ep.Cor. 11.14
-
15
.
2.
plume
oneself,
give
oneself
airs
,
τοιοῦτος
ἀνὴρ
ὢν
ποιητὴς
οὐ
κομῶ
Ar. Nu. 545
,
cf.
Pl. 170
;
οὗτος
ἐπὶ
τυραννίδι
ἐκόμησε
aimed
at
the
monarchy,
Hdt. 5.71
;
ἐπὶ
τῷ
κομᾷς
;
on
what
do
you
plume
yourself
?
Ar. V. 1317
;
μηδὲν
ταύτῃ
γε
κομήσῃς
Id. Pl. 572
;
κ.
ἐπὶ
κάλλει
Plu. Caes. 45
,
cf.
Luc. Nigr. 1
;
ἐπʼ
Ἠρίννῃ
κ.
,
of
her
lover,
AP 11.322
(
Antiphan.
):
c.dat.,
Opp. C. 3.192
.
II.
of
horses,
χρυσέῃσιν
ἐθείρῃσιν
κομόωντε
Il. 8.42
,
13.24
.
III.
of
the
hair
itself,
to
be
long
,
Opp. C. 3.28
.
IV.
metaph.,
of
trees,
plants,
etc.,
[
οὖθαρ
ἀρούρης]
μέλλεν
ἄφαρ
ταναοῖσι
κομήσειν
ἀσταχύεσσιν
soon
were
the
fields
to
wave
with
long
ears,
h.Cer. 454
;
μᾶζαι
βώλοις
κομῶσαι
Cratin. 165
;
ἁ
δὲ
καλὰ
νάρκισσος
ἐπʼ
ἀρκεύθοισι
κομάσαι
Theoc. 1.133
,
cf.
4.57
;
αἴγειρος
φύλλοισι
κομόωσα
A.R. 3.928
;
ὄρος
κεκομημένον
ὕλῃ
Call. Dian. 41
;
ἡ
γῆ
φυτοῖς
κομῶσα
Arist. Mu. 397a24
,
cf.
Ael. Fr. 75
;
κομῶντα
λήϊα
Procop.Gaz. Ep. 23
.
V.
ἀστέρες
κομόωντες,
=
κομῆται,
Arat. 1092
.