Logeion

Perseus analyses of λέλοιπεν:

  1. λείπω (leave, quit): perf ind act 3rd sg
  2. λείπω (leave, quit): plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)

LSJ entry


Previous Entry Next Entry

λείπω 

λείπω, impf. ἔλειπον Il. 19.288, etc.: fut. λείψω 18.11: aor. 1 ἔλειψα, part. λείψας Ar. Fr. 965 (= Antiph. 32), elsewh. only late, Plb. 12.15.12 (παρ-), Str. 6.3.10 (παρ-), Ps.-Phoc. 77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol. Alm. 10.4, Luc. Par. 42, Ps.-Callisth. 1.44 (cod. C); also in later Poets, Man. 1.153, Opp. C. 2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr. 522.16 (Thessalonica), 314.27 (Smyrna), etc.: but correct writers normally use aor. 2 ἔλῐπον Il. 2.35, A. Pers. 984 (lyr.), etc.: pf. λέλοιπα Od. 14.134: plpf. ἐλελοίπειν (Att. -η) X. Cyr. 2.1.21:—Med., in prop. sense chiefly in compds.: aor. 2 ἐλιπόμην Hdt. 1.186, 2.40, E. HF 169, etc. (in pass. sense, Il. 11.693, al.):—Pass., fut. Med. in pass. sense λείψομαι Hes. Op. 200, Hdt. 7.8.αʹ, 48; also λειφθήσομαι S. Ph. 1071, λελείψομαι Il. 24.742, Th. 5.105, etc.: aor. ἐλείφθην, λείφθην Pi. O. 2.43; Ep. 3pl. ἔλειφθεν h.Merc. 195: pf. λέλειμμαι Il. 13.256, Democr. 228, Pl. Ti. 61a, etc.: plpf. ἐλελείμμην Il. 2.700; Ep. λέλειπτο 10.256: Ep. aor. also ἔλειπτο A.R. 1.45, etc.:
2. to be wanting or missing, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδʼ οἴκου . . αἰκία S. El. 514 (lyr.); οὔποτʼ ἔρις λείψει κατὰ πόλεις E. Hel. 1157 (lyr.); τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Id. HF 133 (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist. HA 518a24; ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc. 18.22; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb. 10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr. Epict. 2.22.5, cf. Diog.Oen. 64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφʼ οὗ γίνεται . . μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin. Puls. 69: c. inf., λείπει μὲν οὐδʼ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστονʼ εἶναι nihil absunt quin . . , S. OT 1232: so c. gen., βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb. 2.14.6, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp. 648.1: freq. with numerals, κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys. 19.43; οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb. 12.16.13; τριήρεις πέντε λείπουσαι τῶν ἑκατὸν εἴκοσι D.S. 13.14: generally, παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl. Lg. 728a; λιπών ib.759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb. 4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase, λειπούσης τῆς φράσεως A.D. Adv. 159.28, al.; to be wanting, omitted, λείποντος τοῦ καί Id. Conj. 225.24: also c. dat., λείπει κεῖνος φωνὴ τῷ ε_ Id. Adv. 147.17.
II. c. gen.,
3. come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id. 7.48, etc.; οὐκ ἔσθʼ ὁποίας λείπεται τόδʼ ἡδονῆς falls short of . . , E. Fr. 138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt. 1.99, 7.8. ά (v. infr. 4); περί τι Plb. 6.52.8; πρός τι S. Tr. 266; καμήλους ταχυτῆτι οὐ λειπομένας ἵππων Hdt. 7.86; ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th. 6.72; πλήθει λ. X. HG 7.4.24; πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id. An. 7.7.31; οὐδʼ ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled .., Epic. in Arch.Pap. 7p.4: also c. gen. rei, λειφθῆναι μάχης E. Heracl. 732; οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id. Or. 1041: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than . . , Archim. Con.Sph. 21: also c. dat. rei, λειφθῆναι μάχῃ A. Pers. 344: c. part., οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X. Oec. 18.5; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E. Or. 1085; λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id. Hel. 1246: abs., to be defeated, Plb. 1.62.6; ὑπό τινος AP 11.224 (Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar. 5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A. Fr. 37; also, λειπόμενοι the poor, IG 14.1839.7.