LogeionPerseus analysis of μερμήριξεν:
μερμηρίζω (to be anxious): aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
LSJ entry
μερμηρίζω
μερμηρίζω,
fut. -
ίξω Od. 16.261:
Ep. aor. μερμήριξα (V. infr.): I. intr., to be anxious or thoughtful, to be in doubt:
folld. by ὡς,
etc., μερμήριζε κατὰ φρένα, ὡς Ἀχιλῆα τιμήσῃ was debating how he should . . ,
Il. 2.3;
μερμήριξε . . , ὅππως ἐξαπάφοιτο Διὸς νόον 14.159;
μερμήριζεν, ὅπως ἀπολοίατο πᾶσαι νῆες Od. 9.554:
more freq. διάνδιχα μερμήριξεν, ἢ . . , ἦε . .
debated anxiously whether . . ,
or . . ,
Il. 1.189;
μερμήριξε δʼ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν, ἢ . . , ἦ . .
5.671;
δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ . . , ἦ . .
Od. 22.333;
δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει, ἢ . . , ἦ . .
16.73:
c. aor. inf.,
διάνδιχα μ., ἵππους τε στρέψαι καὶ ἐναντίβιον μαχέσασθαι debated anxiously with himself, whether to turn back and fight (or not . . ),
Il. 8.167,
cf. Od. 10.438:
with inf. in first clause and ἦ in second, μερμήριξε . . κύσσαι καὶ περιφῦναι . . , ἦ πρῶτʼ ἐξερέοιτο 24.235 sq.: c. acc. rei, ἦ τιπερὶ Τρώων . . μερμηρίζεις;
Il. 20.17.