Logeion

Perseus analysis of παύσουσα:

παύω (make to end): fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

LSJ entry


Previous Entry Next Entry

παύω 

παύω, Il. 19.67, etc. : Ion. impf.
2. c. acc. pers. et gen. rei, hinder, keep back, or give one rest, from a thing, π. Ἕκτορα μάχης, πόνοιο Ἀχιλῆα, Θάμυριν ἀοιδῆς, Πηνελόπειαν κλαυθμοῖο, Il. 15.15, 21.137, 2.595, Od. 4.801 ; π. τινὰ ἀλκῆς, ἄλης, καμάτοιο, ὀδυνάων, Il. 15.250, Od. 15.342, 5.492, Il. 4.191 ; so π. χεῖρας πολέμοιο 21.294 ; ὀρχηθμοῖο πόδας Od. 23.298 ; π. τινὰ τῆς βοῆς S. El. 798 ; τῆς ὕβρεως Ar. Av. 1259 ; τῆς λυγγός Pl. Smp. 185d ; τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀμα θίας Id. Lg. 784c ; τῶν ἐπιθυμιῶν X. Mem. 1.2.5 ; [τῆς νόσου] IG 42(1).121.71 (Epid., iv B. C.) ; π. τινὰ τῆς βασιληΐης depose one from being king, Hdt. 1.123 ; τινὰ τῆς ἀρχῆς, τῆς στρατηγίας, X. Cyr. 8.6.3, HG 6.2.13 ; τῆς ἔξω ξυμμαχίας τινάς Th. 3.65 ; also π. τινὰ ἐκ κακῶν S. El. 987 ; τινὰ ἀπὸ παιδαγωγῶν X. Lac. 3.1 ; with acc. unexpressed, αἴ κέ ποθι Ζεὺς . . παύσῃ ὀϊζύος Od. 4.35 ; φάρμαχʼ κεν παύσῃσι . . ὀδυνάων Il. 4.191 :—Pass. and Med., rest or cease from a thing, πολέμοιο, μάχης, ἔργων, πόνου, γόοιο, κλαυθμοῦ, ὀδυνάων, κλαγγῆς, etc., 21.432,467, Od. 4.683, 24.384, 9.540, 17.7, 4.812, Il. 2.100, etc. ; τῆς μάχης, τοῦ δρόμου, Hdt. 1.74, 4.124 ; γόων E. Med. 1211 ; τῆς ὀργῆς Lys. 19.6 ; φιλανθρώπου τρόπου A. Pr. 11 ; παύεσθαι ἀρχῆς to be deposed from, or reach the term of, office, Hdt. 1.56, cf. 6.66, IG 12.114.46 ; ἐκ μεγάλων ἀχέων παυσαίμεθʼ ἄν Ar. Ra. 1531 (lyr.); ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E. Med. 46, cf. El. 1108.