4.4.1
Logeion
Perseus analysis of πρυμνήσια:
πρυμνήσιος (of a stern): neut nom/voc/acc pl
LSJ entry
πρυμνήσιος
πρυμνήσιος
,
α
,
ον
,
A.
of
a
stern
,
κάλως
E. HF 479
.
II.
mostly
neut.
pl.
πρυμνήσια
(sc.
δεσμά
),
stern-cables
,
κατὰ
.
.
π.
ἔδησαν
Il. 1.436
;
ἀνάψαι
Od. 9.137
;
ἀνά
.
.
π.
λῦσαι
9.178
,
cf.
2.418
,
al.:
metaph.,
ἐν
σοὶ
τἀμὰ
βίου
πρυμνήσιʼ
ἀνῆπται
AP 12.159
(
Mel.
),
cf.
PMag.Berol.
1.346.