LogeionPerseus analysis of πένθος:
πένθος (grief, sorrow): neut nom/voc/acc sg
LSJ entry
πένθος
πένθος,
εος,
τό,
2. esp. of grief for the dead, mourning,
τοκεῦσι γόον καὶ π. ἔθηκας 17.37 ;
παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ἐνὶ φρεσὶ π. ἔκειτο Od. 24.423 ;
Σάρδεσι π. παρασχών A. Pers. 322 ;
δμῳαῖς προθήσειν π. οἰκεῖον στένειν S. Ant. 1249 ;
π. ποιήσασθαι make a public mourning,
Hdt. 2.1 ;
so π. προεθήκαντο Id. 6.21 ;
π. τίθεται Id. 2.46 ;
π. τινὸς κοινοῦσθαι E. Alc. 426 ;
ἐν πένθει [εἶναι]
S. El. 290,
847(lyr.) ;
πολὺ π. ἦν κατὰ τὸ στράτευμα X. HG 4.5.10 ;
π. λιπεῖν IG 3.1311 ;
π. λύεσθαι, ἀποθέσθαι,
Plu. Fab. 18,
Alex. 75 :
in pl., Pi. I. 8(7).6,
Fr. 154,
A. Ch. 333(lyr.), Pl. R. 395e,
Arist. Rh. 1370b25,
etc.