4.4.1
Logeion
Perseus analyses of τεῦχε:
τεύχω (make ready, make): pres imperat act 2nd sg
τεύχω (make ready, make): imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
LSJ entry
τεύχω
τεύχω
,
Il. 1.110
,
S. Tr. 756
,
etc.:
fut.
τεύξω
Od. 1.277
:
aor.
ἔτευξα
Il. 14.338
,
etc.;
Ep.
τεῦξα
18.609
,
Od. 8.276
:
pf.
τέτευχα
AP
6.40 (
Maced.
),
9.202
(
Leo
Phil.
),
intr.
once
in
Hom.
(v.
infr.
I.3);
in
correct
writers
τέτευχα
is
the
pf.
of
τυγχάνω
(for
in
Il. 13.346
ἡρώεσσι
τετεύχατον
or
τετεύχετον
is
f.l.
for
ἐτεύχετον):—
Med.
,
fut.
τεύξομαι
in
act.
sense,
Il. 19.208
(dub.
l.
here
and
in
A. Ag. 1230
),
but
prob.
pass.
in
Il. 5.653
(elsewh.
fut.
of
τυγχάνω
):
aor.
inf.
τεύξασθαι
h.Ap. 76
,
221
:
redupl.
aor.
τετῠκεῖν,
-έσθαι
,
v.
infr.
I.1:—
Pass.
, 3
fut.
τετεύξομαι
Il. 21.322
,
585
:
aor.
ἐτύχθην
4.470
,
A. Eu. 353
(lyr.);
ἐτεύχθην
Hp. Decent. 17
(v.l.),
AP
6.207 (
Arch.
),
etc.
(but
this
belongs
equally
to
τυγχάνω
):
pf.
τέτυγμαι
,
plpf.
ἐτετύγμην
,
freq.
in
Hom.
,
etc.,
v.
infr.;
3
pl.
τετεύχαται,
ἐτετεύχατο,
τετεύχατο
,
Il. 13.22
,
11.808
,
18.574
:
(v.
τυγχάνω
):—
A.
make
ready,
make
,
freq.
in
Ep.
and
Lyr.;
also
in
A.
,
but
rare
in
S.
and
E.
(once
in
Com.,
Eub. 43
);
never
in
Prose.
I.
produce
by
work
or
art
;
esp.
of
material
things,
make,
build
,
δώματα,
θάλαμον,
νηόν
,
etc.,
Il. 6.314
,
14.166
,
Od. 12.347
,
etc.;
of
a
worker
in
metal,
τὸ
μὲν
[σκῆπτρον]
Ἥφαιστος
κάμε
τεύχων
Il. 2.101
;
θώρηκα,
τὸν
Ἥφαιστος
κάμε
τεύχων
8.195
;
τρίποδας
.
.
ἔτευχεν
[Ἥφαιστος
]
18.373
;
τ.
δόλον
,
of
the
net
which
Hephaestus
wrought
,
Od. 8.276
;
τέκτονος
υἱόν,
.
.
ὃς
χερσὶν
ἐπίστατο
δαίδαλα
πάντα
τεύχειν
Il. 5.61
;
of
womenʼs
handiwork,
εἵματα
τ
.
Od. 7.235
;
of
a
cook,
δεῖπνον
τετυκεῖν
dress
or
prepare
a
meal,
15.77
,
94
(so
in
Med.
,
prepare
a
meal
or
have
it
prepared
,
of
those
who
are
to
eat
it,
20.390
;
τετύκοντό
τε
δαῖτα
Il. 1.467
,
2.430
;
τεύχοντο
δαῖτα
Od. 10.182
;
τεύξεσθαι
δόρπον
Il. 19.208
;
δόρπον
τετύκοντο
Od. 12.307
,
cf.
283
,
al.
(the
Ep.
aor.
τετυκεῖν,
τετυκέσθαι
is
used
in
this
sense
only));
also
τεῦχε
κυκειῶ
Il. 11.624
;
ἄλφιτα
τεύχουσαι
preparing
meal
(by
grinding
the
grain),
Od. 20.108
;
αὐτὰρ
ὁ
εἴδωλον
τεῦξʼ
formed,
created
it,
Il. 5.449
:
so
also
in
Pi.
and
A.
,
θεὸς
ὁ
τὰ
πάντα
τεύχων
βροτοῖς
Pi. Fr. 141
,
cf.
O. 1.30
;
δαῖτʼ
.
.
ἔτευξεν
A. Ag. 731
(lyr.);
φάρμακον
τεύχουσα
ib.
1261
;
ὦ
γαῖα
κεραμί,
τίς
σε
Θηρικλῆς
ποτε
ἔτευξε
;
Eub.
l.c.:—
Pass.
,
δώματα
τετεύχαται
Il. 13.22
;
ἐν
βήσσῃσι
τετυγμένα
δώματα
Od. 10.210
,
252
,
cf.
21.215
;
θεῶν
ἐτετεύχατο
βωμοί
Il. 11.808
;
βωμὸς
.
.
τέτυκτο
Od. 17.210
;
νηός
γε
τέτυκτο
Il. 5.446
;
οἱ
.
.
σῆμα
τετεύξεται
for
him
a
tomb
shall
be
built
,
21.322
;
εἵματα
.
.
τετυγμένα
χερσὶ
γυναικῶν
22.511
;
ἱμάντα
.
.
,
ᾧ
ἔνι
πάντα
τετεύχαται
in
which
all
are
wrought,
are
to
be
found
,
14.220
:
τετύχθαι
τινός
to
be
made
of
. .
,
βόες
χρυσοῖο
τετεύχατο
κασσιτέρου
τε
18.574
;
περόνη
χρυσοῖο
τέτυκτο
Od. 19.226
,
cf.
Hes. Sc. 208
:
c.
dat.
rei,
τετυγμένα
δώματα
.
.
ξεστοῖσιν
λάεσσι
built
with
or
of
. .
,
Od. 10.210
;
αἱ
μὲν
γὰρ
[πύλαι]
κεράεσσι
τετεύχαται,
αἱ
δʼ
ἐλέφαντι
19.563
;
but
δόμον
.
.
αἰθούσῃσι
τετυγμένον
built
or
furnished
with
. .
,
Il. 6.243
.
2.
pf.
part.
τετυγμένος
freq.
has
the
sense
of
an
Adj.
,
=
τυκτός,
well-made,
well-wrought
,
τεῖχος,
βωμὸς
τετ
.,
Il. 14.66
,
Od. 22.335
,
al.;
σάκος,
δέπας,
κρητήρ
,
Il. 14.9
,
16.225
,
23.741
,
al.;
ἄγγεα
Od. 9.223
;
δῶρα
16.185
;
ἀγρός
wrought,
tilled
,
24.206
:
metaph.,
νόος
ἐν
στήθεσσι
τετυγμένος
a
ready,
constant
mind,
20.366
.
3.
pf.
part.
Act.
occurs
once
in
pass.
sense,
ῥινοῖο
τετευχώς
made
of
hide,
12.423
.
II.
of
natural
phenomena.
actions,
events,
etc.,
cause,
bring
to
pass
,
τ.
ὄμβρον
ἠὲ
χάλαζαν
,
of
Zeus,
Il. 10.6
;
αἱ
δὲ
[πύλαι]
πετασθεῖσαι
τεῦξαν
φάος
21.538
;
παλίωξιν
τ
.
15.70
,
cf.
Hes. Sc. 154
(
Pass.
);
βοὴν
διὰ
ἄστεος
Od. 10.118
;
γέλω
δʼ
ἑτάροισιν
ἔτευχε
18.350
;
γάμον
τ
.
1.277
;
τ.
πομπήν
10.18
,
cf.
Pi. P. 4.164
;
τ.
πόλεμον
καὶ
φύλοπιν
Od. 24.476
;
θάνατόν
τινι
20.11
;
ἄλγεα,
κήδεά
τινι
,
work
one
woe,
Il. 1.110
,
Od. 1.244
;
ἐν
δʼ
ἄρα
οἱ
στήθεσσι
.
.
αἱμυλίους
τε
λόγους
καὶ
ἐπίκλοπον
ἦθος
τεῦξε
Hes. Op. 79
,
cf.
265
,
Th. 570
;
τ.
ξείνια
Pi. P. 4.129
;
τ.
μέλος
ib.
12.19
;
τ.
γέρας,
τιμάν
τινι
,
get
him
honour,
Id. I. 1.14
,
67
;
τ.
κακά
A. Eu. 125
;
τ.
στάσιν
ἐν
ἀλλήλαισι
,
i.e.
to
quarrel,
Id. Pers. 189
;
τ.
φόβον
Id. Pr. 1090
(anap.);
σφαγάς
S. Tr. 756
;
τάφον
E. Rh. 959
;
φίλοις
ἔριν
Id. Andr. 644
;
κρυπτὸν
δόλον
Call.
in
PSI 11.1218a6
:—
Pass.
,
to
be
caused
,
and
so,
arise,
occur
,
ἔργον
ἐτύχθη
ἀργαλέον
Il. 4.470
,
cf.
2.320
;
οὐ
γὰρ
ἔτʼ
ἀνσχετὰ
ἔργα
τετεύχαται
Od. 2.63
,
cf.
Il. 14.53
,
22.450
;
τὰ
δʼ
οὐ
ἴσαν,
ὡς
ἐτέτυκτο
Od. 4.772
,
cf.
392
;
ἡμῖν
νεῖκος
ἐτύχθη
Il. 11.671
;
πὰρ
Διὸς
ἀθανάτοισι
χόλος
καὶ
μῆνις
ἐτύχθη
15.122
;
Ἀργείοισι
.
.
νόστος
ἐτύχθη
2.155
;
ὅμαδος
ἐτ
.
12.471
,
etc.;
τετεύξεται
αἰπὺς
ὄλεθρος
ib.
345
,
cf.
5.653
;
εἰ
δή
μοι
ὁμοίη
μοῖρα
τέτυκται
is
ordained
,
18.120
;
ὁπποτέρῳ
θάνατος
καὶ
μοῖρα
τέτυκται
3.101
;
φόνος
υἷι
τέτ
.
Od. 4.771
;
φίλοισι
δὲ
κήδεα
.
.
τετεύχαται
14.138
,
cf.
Il. 21.585
;
ἐν
βροτοῖς
γέρων
λόγος
τέτυκται
there
exists
,
A. Ag. 751
(lyr.),
cf.
E. El. 457
(lyr.).
III.
c.
acc.
pers.,
make
so
and
so,
ὄφρα
μιν
.
.
ἄγνωστον
τεύξειεν
Od. 13.191
,
cf.
397
;
τ.
τινὰ
ἰσοδαίμονα,
μέγαν,
εὐδαίμονα
,
Pi. N. 4.84
,
A. Eu. 668
,
E. Heracl. 614
(lyr.):
of
things,
οὐδέ
κεν
ἄλλως
οὐδὲ
θεὸς
τεύξειε
Od. 8.177
:
c.
dupl.
acc.,
ὦ
πούς,
τί
σε
.
.
τεύξω
;
what
shall
I
make
of
thee?
S. Ph. 1189
(lyr.):—hence
in
pf.
and
plpf.
Pass.
simply
for
γίγνεσθαι
or
εἶναι,
Ζεὺς
ταμίης
πολέμοιο
τέτυκται
Il. 4.84
; [
Ὠκεανὸς]
γένεσις
πάντεσσι
τέτ
.
14.246
;
ὅς
ῥα
Σκαμάνδρου
ἀρητὴρ
ἐτετυκτο
5.78
,
cf.
16.605
;
οὐ
μὲν
γάρ
τι
καταθνητός
γʼ
ἐτ
.
5.402
,
cf.
16.622
;
νόον
ἐν
πρώτοισι
.
.
ἐτ
.
was
among
the
first
in
mind,
15.643
;
γυναικὸς
ἄρʼ
ἀντὶ
τέτυξο
thou
was
like
a
woman,
8.163
;
ἀντὶ
κασιγνήτου
ξεῖνός
θʼ
ἱκέτης
τε
τέτυκται
Od. 8.546
;
Νύμφαις,
ταὶς
Δίος
ἐξ
αἰγιόχω
φαῖσι
τετυγμέναις
Alc. 85
:
also
of
things,
τόδε
σῆμα
τετύχθω
let
this
be
the
sign,
Od. 21.231
,
cf.
Il. 22.30
:
in
aor.
1,
πέπλων
ἅκληρος
ἐτύχθην
A. Eu. 353
(lyr.),
cf.
Supp. 87
(lyr.).