Logeion

Perseus analysis of φρένας:

φρήν (midriff): fem acc pl

LSJ entry


Previous Entry Next Entry

φρήν 

φρήν, , gen. φρενός, pl. φρένες, gen. φρενῶν, dat. φρεσί: older dat. pl. φρασί (ν) IG 12.971 (vi B. C.), Pi. N. 3.62, BMus.Inscr. 909 (Halic., i B. C.): (v. sub fin.):
2. heart, as seat of the passions, e.g. of fear, τρομέοντο δέ οἱ φρένες ἐντός Il. 10.10; of joy and grief, φρένα τέρπεσθαι φόρμιγγι 9.186; γάνυται φρένα ποιμήν 13.493; τί σε φρένας ἵκετοπένθος; 1.362; ἄχος πύκασε φρένας 8.124; ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε 3.442; of anger, Od. 6.147; of courage, ἕνα φρεσὶ θυμὸν ἔχοντες Il. 13.487; ἐς φρένα θυμὸς ἀγέρθη 22.475, cf. 8.202, etc.; of bodily appetites, such as hunger, etc., 11.89: the shades of the dead are without it, ψυχὴ καὶ εἴδωλον, ἀτὰρ φρένες οὐκ ἔνι πάμπαν 23.104 (exc. the shade of Teiresias, Od. 10.493): so generally in Poets, φρενὸς ἔνδοθεν ἄλγεα κεῖται Sol. ap. Arist. Ath. 5.2; κῆλα δαιμόνων θέλγει φρένας Pi. P. 1.12; φόβος μʼ ἔχει φρένας A. Supp. 379; μαινομένα φρενί Id. Th. 484 (lyr.); στυγεῖν μιᾷ φρενί Id. Eu. 986 (lyr.); Διὸς γὰρ δυσπαραίτητοι φ. Id. Pr. 34; ἐκ φρενός from oneʼs very heart, ἐκ φρενὸς λόγος a sincere speech, Id. Ch. 107; ἐτύμως δακρυχέων ἐκ φρενός Id. Th. 919 (lyr.); οὐκ ἀπʼ ἄκρας φρενός not superficially and carelessly, Id. Ag. 805 (anap.); φρενὸς ἐκ φιλίας ib.1515 (anap.), cf. 546; φῦσαι φρένας to produce a haughty spirit, S. El. 1463.
3. mind, as seat of the mental faculties, perception, thought, ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φ. Il. 22.296; μή μοι ταῦτα νόει φρεσί 9.600; μετὰ φρεσὶ μερμηρίξαι, βάλλεσθαι, Od. 10.438, Il. 9.434; ἴδμεν ἐνὶ φρεσίν 2.301; τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσί θῆκε put in his mind, suggested it, 1.55; σφῶϊν δʼ ὧδε θεῶν τις ἐνὶ φρεσὶ ποιήσειεν 13.55; ἐν φρεσὶ θέσθε ἕκαστος ib.121, cf. 1.297, etc.; φρένας παραπεῖσαι, πείθειν, 7.120, 16.842; ἐπιγνάμπτει φρένας (v.l. for νόον) ἐσθλῶν 9.514; Διὸς ἐτράπετο φρήν 10.45; ἀνὴρ φρένας ἀφνειός rich (only) in his imagination, Hes. Op. 455; ὀρθᾷ, ἐλευθέρᾳ φρενί, Pi. O. 8.24, P. 2.57; φρένες γὰρ αὐτοῦ θυμὸν ᾠακοστρόφουν A. Pers. 767; γλῶσσʼ ὀμώμοχʼ, δὲ φ. ἀνώμοτος E. Hipp. 612; κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν Il. 1.193, al.: pl., wits, Κύκλωπα περὶ φρένας ἤλυθε οἶνος Od. 9.362, cf.454, 18.331; πλήγη φρένας ἂς πάρος εἶχεν Il. 13.394; ἐκ γὰρ πλήγη φρένας 16.403; βλάπτε φρένας Ζεὺς ἡμετέρας 15.724; ἐξ . . . τοι θεοὶ φρένας ὤλεσαν 7.360; φρένας ἄφρων, φρένας ἠλέ or ἠλεέ, 4.104, 15.128, Od. 2.243: of losing oneʼs wits, φρενῶν ἀφεστάναι, ἐκστῆναι, μεθεστάναι, S. Ph. 865, E. Or. 1021, Ba. 944; τὰς φ. ἐκβάλλειν S. Ant. 648; ἔξω φρενῶν Pi. O. 7.47; φρενῶν οὐκ ἔνδον ὤν E. Heracl. 709; φρενῶν κεκομμένος A. Ag. 479 (lyr.); κενός S. Ant. 754; τητώμενοι Id. El. 1326; ἔξεδροι, παράκοποι, E. Hipp. 935, Ba. 33; ποῦ ποτʼ εἶ φρενῶν; S. El. 390; φρένες διάστροφοι A. Pr. 673, S. Aj. 447; μαργότης φρενῶν Id. Fr. 846; ἀνακίνησις φρενῶν Id. OT 727, etc.; of persons in their senses, ἐπήβολος φρενῶν Id. Ant. 492; ἀνδρὸς νοῦν ἔχοντος καὶ φρένας Ar. Ra. 535 (lyr.) (so in later Prose, οἱ φρένας ἔχοντες Phld. Po. 5.19, Rh. 1.240S.; οἱ τῶν σοφιστῶν τὰς κοινὰς φ. ἔχοντες ib.202S.); also ἔσω φρενῶν λέγειν A. Ag. 1052; γράφου φρενῶν ἔσω S. Ph. 1325; τῆς λεπτότητος τῶν φ. Ar. Nu. 153; φρένες, opp. σῶμα, Hdt. 3.134; so αἱ σάρκες αἱ κεναὶ φρενῶν E. El. 387; attributed to animals, μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή Il. 4.245, cf. 16.157, etc.—The word is not common in early Prose, τίς αὐτῶν νόος φρήν; Heraclit. 104; συμφορὰ τῶν φ., i.e. madness, And. 2.7; παραλλάττει τῶν φ. Lys. Fr. 90; καρποῦ μὲν ἀφθονία φρενῶν δὲ ἀφορία X. Smp. 4.55; νοῦς καὶ φρένες D. 18.324, cf. 25.33.