4.4.1
Logeion
Perseus analysis of ἐπίηρα:
ἐπίηρα (acceptable): neut nom/voc/acc pl
LSJ entry
ἐπίηρα
ἐπίηρα
φέρειν
,
A.
=
ἦρα
φέρειν
or
ἦρα
ἐπιφέρειν
,
bring
one
acceptable
gifts
,
render
service
,
ἐπίηρα
φέροντα
S. OT 1094
(lyr.),
cf.
Rhian. 1.21
;
ἐπίηρα
φέρεσθαι
A.R. 4.375
;
δέχθαι
AP 13.22
(
Phaedim.
);
ἐπίηρα
,
as
Adv.
,
=
χάριν,
for
the
sake
of
,
Antim. 87
;
ὃς
κακὰ
πόλλʼ
ὑπέμεινε
μιῆς
ἐ.
θυγατρός
PHamb. 22.2
(iv
A.D.)
.
II.
sg.
ἐπίηρος
pleasant,
grate
ful
,
χθών
Emp. 96.1
;
γέρας
Simm.
6.3:
Comp.
ἐπιηρέστερος
Epich. 186
.
Cf.
ἦρα,
ἐπιήρανος
.