LogeionPerseus analysis of ἕκαστος:
ἕκαστος (each): masc nom sg
LSJ entry
ἕκαστος
ἕκαστος,
η,
ον,
A. each, opp. the whole body, Il. 2.805,
etc. :
sg. with pl. Verb, ἔβαν οἶκόνδε ἕκαστος they went home each to his own house, 1.606 ;
δεδμήμεσθα ἕκαστος 5.878,
cf. Hdt. 3.158 ;
so in Att.,
Ar. Pl. 785,
Pl. Prt. 327e,
etc. ;
ὅτι ἕκαστος ἐπίστασθε ἀγαθόν X. Smp. 3.3 :
sg. in apposition with pl. Noun or Pron., which expresses the whole, Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῖα ἕκαστον Il. 7.215 ;
ὔμμι..ἑκάστῳ 15.109 ;
αἱ δὲ γυναῖκες..θαύμαζον..ἑκάστη 18.496,
etc. ;
Περσίδες δʼ.. ἑκάστα..λείπεται A. Pers. 135 (lyr.) ;
αἱ ἄλλαι πᾶσαι [
τέχναι]
τὸ αὑτῆς ἑκάστη ἔργον ἐργάζεται Pl. R. 346d,
cf. Grg. 503e ;
ὅστις ἕκαστος every one which.. (nisi leg. ὥς τις),
Hes. Th. 459.
2. with Preps., esp. κατά, καθʼ ἕκαστον singly, by itself, Pl. Tht. 188a,
al. ;
καθʼ ἕ. καὶ σύμπαντα Id. Sph. 259b ;
τὸ καθʼ ἕ., τὰ καθʼ ἕκαστα, particulars, Arist. Ph. 189a6,
EN 1143b4,
al. ;
παρʼ ἕκαστον, παρʼ ἕκαστα, in every case, Plb. 4.82.5,
3.57.4,
etc. ;
παρʼ ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Pl. Prt. 325d ;
παρʼ ἕκαστον λέγων constantly interjecting, Men. Epit. 48.